αλληλοβασία

αλληλοβασία
ἀλληλοβασία, η (Α)
αμοιβαία συνουσία αρρένων, η αμοιβαία αρσενοκοιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοβάτης < ἀλληλο-* + -βάτης < βαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”